ευκαλυπτέλαιο

ευκαλυπτέλαιο
το
λάδι από φύλλα ευκαλύπτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευκαλυπτέλαιο — Φυσικό αιθέριο έλαιο. Έχει έντονη αρωματική οσμή και λαμβάνεται από απόσταξη με υδρατμούς των φύλλων διαφόρων ειδών ευκαλύπτου. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία και για εξαγωγή της ευκαλυπτόλης. * * * το αιθέριο έλαιο που… …   Dictionary of Greek

  • ευκάλυπτος — (eucalyptus). Γένος αειθαλών δενδρωδών φυτών μεγάλων διαστάσεων της οικογένειας των μυρτιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενών της Αυστραλίας. Είναι φυτά με γρήγορη ανάπτυξη, δασικά, καλλωπιστικά, κατάλληλα για την κάλυψη και αποξήρανση τελματωδών… …   Dictionary of Greek

  • ευκαλυπτόλη — Εσωτερικός αιθέρας της τερπίνης. Ονομάζεται και κινεόλη. Λαμβάνεται κυρίως από το ευκαλυπτέλαιο. Είναι υγρό με οσμή ευκαλύπτου. Έχει σημείο βρασμού 176°C, ειδικό βάρος 0,930 και είναι οπτικά ανενεργή στο πολωμένο φως. Μπορεί επίσης να σχηματιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”